Από την επόμενη μέρα ήταν 10% λιγότερος. Δεν ήταν τόσο ο μισθός, όσο το άδικο. Αυτό που άκουγε μέχρι τότε ως σύνθημα. Αν έφταιξε κατά 10% για την κρίση ας την πλήρωνε κι αυτός. Αλλά έφταιξε όντως;
Πήγε 10% λιγότερος στη δουλειά, φίλησε τη γυναίκα του 10% λιγότερο, έβγαλε να πιει, πείνασε, κάπνισε, έκανε έρωτα, έβρισε στο φανάρι, όλα 10% λιγότερο.
Ήταν ο ίδιος, 10% λιγότερος.
Πήγε 10% λιγότερος στη δουλειά, φίλησε τη γυναίκα του 10% λιγότερο, έβγαλε να πιει, πείνασε, κάπνισε, έκανε έρωτα, έβρισε στο φανάρι, όλα 10% λιγότερο.
Ήταν ο ίδιος, 10% λιγότερος.
Ήταν δυο χρόνια πριν, τέτοιες μέρες του Δεκέμβρη, που πίστευε ότι σε δυο χρόνια θα είναι πιο πολύς, θα είναι δυνατότερος και δε θα τολμήσει ποτέ κανείς να του κόψει το 10%. Γιατί τότε, αυτοί που κόβουν ποσοστά από τους ανθρώπους, τα είχαν κάνει πάνω τους με το ποτάμι που ανέβαινε ορμητικό, κόντρα στην κατηφόρα της Σταδίου και της Φιλελλήνων. Γιατί τότε κυλούσε κι αυτός μέσα στο ποτάμι εκείνο, που θα έπνιγε όποιον τολμούσε να τον κάνει 10% λιγότερο.
Κάπου είναι, λουφάζει, προσπαθεί να διασώσει το υπόλοιπο 90% του καθενός από τα μέλη του, ξεχνώντας την πολλαπλασιαστική δύναμη που είχαν όλες οι στάλες μαζί, ξεπερνώντας το εκατό και το χίλια ακόμα.
Στις 15 έχουμε απεργία. Οι άλλοι από πάνω, ακούγεται ότι τα βρήκανε. Εμείς έχουμε απεργία. Μουδιασμένα, δειλά, να ακουστεί και κάτι. Μήπως δε γίνεται αλλιώς; Αρχίζει να ρωτά, να το πιστεύει. Το είπαν και τα κανάλια. Μήπως δε γίνεται αλλιώς; Κι εκείνος βουτά τα ποδαράκια στο ποτάμι να παίρνει τζούρες δροσιάς. Κι ελπίζει να σκάσει μια πέτρα βαριά μέσα, να τραντάξει το νερό και να τον κάνει μούσκεμα. Και να πάρει το 90% που του απέμεινε και να το βάλει αντάμα με τα υπόλοιπα.
Μα η πέτρα αργεί. Μάλλον το ποτάμι, όπως και την προηγούμενη φορά, θα ξυπνήσει από αυτούς που δεν έχουν να χάσουν τίποτα. Ούτε ένα 10%.
Εμείς στις 15 θα πάμε στην απεργία.
Εμείς στις 15 θα πάμε στην απεργία.
Οι άλλοι από πάνω, ακούγεται ότι τα βρήκανε...