Πριν από δυόμισι χρόνια, τον Μάρτιο του 2008, δημοσίευα το κείμενο που ακολουθεί. Τότε που φύσαγε πολύ ο «δημοσκοπικός» αέρας. Ανέτρεξα σε αυτό τώρα, μετά τις τελευταίες εξελίξεις. Τώρα που ζόρισαν περισσότερο παρά ποτέ τα πράγματα. Τώρα που θα με καλέσουν 5 ή 6 υποψήφιοι από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και της Οικολογίας να στείλω μέσω αυτών μήνυμα κατά του Μνημονίου.
Το ξαναδιάβασα και το ξαναδημοσιεύω.
Έτσι, για να θυμηθώ πόσο όμορφα ένιωθα τότε.
(Εκδρομή - 18/3/2008)
Στην Πανελλαδική Σύσκεψη του Σύριζα πηγαίνω με μεγάλες ελπίδες αλλά και με κάποια ανησυχία. Όχι λόγω των δημοσκοπήσεων, ή όχι μόνο λόγω αυτών.
Κυρίως εξαιτίας αυτής της μυρωδιάς που τον τελευταίο καιρό μας έχει κατακλύσει. Ένα αεράκι δυνατό που μερικές φορές μπορεί και να σε φοβίζει μη τυχόν και δυναμώσει απότομα και δε σε βρει έτοιμο να το αισθανθείς και να το απολαύσεις.
Η κατάσταση μου θυμίζει εκδρομή με το αυτοκίνητο. Στην Εθνική με μεγάλη ταχύτητα. Εσύ στο πίσω κάθισμα κι άλλοι τέσσερις μέσα. Και να καπνίζουν όλοι σα φουγάρα. Και συ να λες «ανοίξτε βρε παιδιά κάνα παράθυρο, θα σκάσουμε».
Η κατάσταση μου θυμίζει εκδρομή με το αυτοκίνητο. Στην Εθνική με μεγάλη ταχύτητα. Εσύ στο πίσω κάθισμα κι άλλοι τέσσερις μέσα. Και να καπνίζουν όλοι σα φουγάρα. Και συ να λες «ανοίξτε βρε παιδιά κάνα παράθυρο, θα σκάσουμε».
Όταν όμως το ανοίγει ο μπροστινός, σου ‘ρχεται τόσος αέρας στα μούτρα, που μετά την πρώτη ανακούφιση, δεν μπορείς να πάρεις ανάσα.
Και λες άστο, κλείσ’ το.
Και αφού πάρεις μια τζούρα από θυμάρι και ρίγανη της εξοχής, ξαναγυρνάς στο ντουμάνι και συμβιβάζεσαι με τον εξαερισμό στα πόδια των μπροστινών.
Δεν έχει φιλοδοξίες πολιτικής ανάλυσης αυτό το σημείωμα, αλλά μου φαίνεται πως αυτός ο αέρας δυναμώνει πολύ. Και δυναμώνει εξαιτίας αυτών που αδόκιμα «εντάσσουμε» στους «ανένταχτους». Που άκουσα, από αυτούς που ξέρουν, ότι είναι πια περισσότεροι από τους «ενταγμένους».
Αυτοί είναι οι τύποι με τις μηχανές, που μέχρι τώρα προσπερνούσαν ελεύθεροι κι ωραίοι. Και έχουν ήδη κάνει την καρδιά τους πέτρα για να δοκιμάσουν να μπουν στο αυτοκίνητο και να ανέχονται το ντουμάνι του καθενός.
Αλλά μετά πάλι λες, δε βαριέσαι. Αφήστε όλα τα παράθυρα ανοιχτά και ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει…
Και λες άστο, κλείσ’ το.
Και αφού πάρεις μια τζούρα από θυμάρι και ρίγανη της εξοχής, ξαναγυρνάς στο ντουμάνι και συμβιβάζεσαι με τον εξαερισμό στα πόδια των μπροστινών.
Δεν έχει φιλοδοξίες πολιτικής ανάλυσης αυτό το σημείωμα, αλλά μου φαίνεται πως αυτός ο αέρας δυναμώνει πολύ. Και δυναμώνει εξαιτίας αυτών που αδόκιμα «εντάσσουμε» στους «ανένταχτους». Που άκουσα, από αυτούς που ξέρουν, ότι είναι πια περισσότεροι από τους «ενταγμένους».
Αυτοί είναι οι τύποι με τις μηχανές, που μέχρι τώρα προσπερνούσαν ελεύθεροι κι ωραίοι. Και έχουν ήδη κάνει την καρδιά τους πέτρα για να δοκιμάσουν να μπουν στο αυτοκίνητο και να ανέχονται το ντουμάνι του καθενός.
Αλλά μετά πάλι λες, δε βαριέσαι. Αφήστε όλα τα παράθυρα ανοιχτά και ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει…
ΥΓ: «Κι όποιος αντέξει», θα έγραφα σήμερα.
Από όλες τις εκδρομές όμως, κάποτε γυρίζεις…
Ίσως για να ετοιμάσεις την επόμενη. Τι άλλο μας μένει εξάλλου;