Στην Πανελλαδική Σύσκεψη του Σύριζα πηγαίνω με μεγάλες ελπίδες αλλά και με κάποια ανησυχία. Όχι λόγω των δημοσκοπήσεων, ή όχι μόνο λόγω των δημοσκοπήσεων.
Κυρίως εξαιτίας αυτής της μυρωδιάς που τον τελευταίο καιρό μας έχει κατακλύσει. Ένα αεράκι δυνατό που μερικές φορές μπορεί και να σε φοβίζει μη τυχόν και δυναμώσει και δε σε βρει έτοιμο να το αισθανθείς και να το απολαύσεις.
Η κατάσταση μου θυμίζει εκδρομή με αυτοκίνητο. Στην Εθνική με μεγάλη ταχύτητα. Εσύ στο πίσω κάθισμα κι άλλοι τέσσερις μέσα και να καπνίζουν όλοι σα φουγάρα. Και συ να λες «ανοίξτε βρε παιδιά κάνα παράθυρο, θα σκάσουμε». Κι όταν το ανοίγει ο μπροστινός σου ‘ρχεται τόσος αέρας στα μούτρα που μετά την πρώτη ανακούφιση, δεν μπορείς να πάρεις ανάσα.
Και λες άστο, κλείσ’ το.
Και αφού πάρεις μια τζούρα από θυμάρι και ρίγανη της εξοχής, ξαναγυρνάς στο ντουμάνι και συμβιβάζεσαι με τον εξαερισμό στα πόδια των μπροστινών.
Δεν έχει φιλοδοξίες πολιτικής ανάλυσης αυτό το σημείωμα, αλλά μου φαίνεται πως αυτός ο αέρας δυναμώνει πολύ. Και δυναμώνει εξαιτίας αυτών που αδόκιμα «εντάσσουμε» στους «ανένταχτους». Που άκουσα, από αυτούς που ξέρουν, ότι είναι πια περισσότεροι από τους «ενταγμένους».
Αυτοί είναι οι τύποι με τις μηχανές που μέχρι τώρα προσπερνούσαν ελεύθεροι κι ωραίοι. Και έχουν ήδη κάνει την καρδιά τους πέτρα για να δοκιμάσουν να μπουν στο αυτοκίνητο και να ανέχονται το ντουμάνι του καθενός.
Αλλά μετά πάλι λες, δε βαριέσαι. Αφήστε όλα τα παράθυρα ανοιχτά και ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.
Εγώ πάντως στο ΣΕΦ θα πάω με τη μηχανή. Για το γυρισμό ας κρατήσει κάποιος καμιά θέση. Πίσω από τον συνοδηγό, που έχει και πιο πολύ χώρο για τα πόδια...
Υ.Γ. Τον Guido δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω καλά. Από κοντά, δυο τρεις φορές μόνο. Από μακριά σε όλες τις πορείες μας. Σε όλες όσες πήγα εγώ δηλαδή, γιατί αυτός ήταν πάντα εκεί. Και το ‘φερε ο καιρός να φύγει ενώ όλοι συζητούσαμε για το αν συμβιβάστηκαν οι δημοσιογράφοι για το ασφαλιστικό και άλλα τέτοια. Τώρα που θα λείπει, χρειάζεται περισσότερο η δική μας παρουσία. Καλό ταξίδι.