(Δημοσιεύθηκε την 1η Μαρτίου 2008 στον Ανάποδο Τύπο)
Να εξηγηθώ από την αρχή..
Για να μιλήσω για τον Μίκη και πολύ μικρός είμαι και πολύ λιγότερα ξέρω και μάλλον δεν με παίρνει και πολύ πολύ.
Με το μαλακό λοιπόν...
Τι είναι αυτά, βρε Μίκη μου;
Τι να πω στους άλλους που με κοροϊδεύουν όταν ακούω ακόμα τη Δραπετσώνα και το Σφαγείο;
Τι μας έκαναν οι άνθρωποι να τους κλείσουμε τα σύνορα και να τους απομονώσουμε; Επειδή θέλουν να λέγονται όπως γουστάρουν; Μπας κι ήταν οι γείτονες ο Εχθρός Λαός που μελοποίησες κάποτε;
Μου τα λένε οι πιο μεγάλοι, αλλά δεν θέλω να ακούω. «Τι περίμενες» και τέτοια... Εγώ με τις δικές σου μουσικές άλλα θυμάμαι και άλλα θα σκέφτομαι. Με τους παππούδες και τους μπαρμπάδες μου δεν λέγατε παλιά για διεθνισμούς και για τέτοια; Τώρα κι αυτοί με κατανόηση με κοιτούν...
Η πλάκα ξέρεις ποια είναι; Έτσι και αποφασίσεις να κάνεις καμιά συναυλία και να γεμίσεις τα γήπεδα για το Μακεδονικό, πάλι εκεί θα είναι ο κόσμος. Και πάλι γεμάτο θα είναι το στάδιο. Αλλά το ερώτημα είναι τι κάνουμε. Καβαλάμε το κύμα και πάμε όπου μας πάει. Εμείς δεν έπρεπε να είμαστε από μπροστά; Εμείς δεν έπρεπε να είμαστε κόντρα;
Είπες και την άλλη φορά να πλένω το στόμα μου όποτε μιλώ για τον αρχιεπίσκοπο και βάλαμε νιπτήρες στο ραδιόφωνο έξω από το studio. Γιατί είχαμε πολλά να πούμε. Άλλο που έγινε μακαριστός...
Και τώρα, βρε Μίκη, και συμπάθα με για τον ενικό, πολλά έχουμε να πούμε θαρρώ με τους γειτοναίους... Τους ίδιους χορούς χορεύουμε, τις ίδιες μουσικές ακούμε, στα ίδια χώματα πατάμε...
Αλλά αυτά έπρεπε να μου τα λες εσύ, όχι εγώ.
Α, ρε Μίκη....
Μάριος Διονέλλης