(Δημοσιεύθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2008 στον Ανάποδο Τύπο)
Διαβάζω τον τελευταίο καιρό για τις δύο αντιδράσεις των ανθρώπων της τέχνης στον κατήφορό μας.
Στην πρώτη περίπτωση οι καλλιτέχνες βγήκαν στον δρόμο. Στήθηκαν για μερικές ώρες μπροστά στο Υπουργείο Πολιτισμού και φώναξαν για τον κατήφορο της Ζαχοπουλιάδας που παρακολουθούμε τους τελευταίους δύο μήνες.
Στη δεύτερη έδωσαν συνέντευξη Τύπου στην Πάτρα και δήλωσαν συμπαράσταση στους μετανάστες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και οι τοπικοί προύχοντες θέλουν να διώξουν για να περάσει ο βασιλιάς καρνάβαλος σε λίγες μέρες.
Πολλές φορές, οι άνθρωποι του πνεύματος, κατηγορήθηκαν ότι σιωπούν εκεί που θα μπορούσαν να παρέμβουν. Είναι σα να ακούω ήδη την απάντησή τους:
Γιατί πρέπει να είναι ακριβοθώρητοι. Γιατί πρέπει η παρέμβασή τους, όταν εκείνοι το αποφασίσουν, να αξίζει τον κόπο και να πιάνει τόπο. Γιατί αλλιώς θα γίνουν μέρος του τηλεοπτικού μαϊντανού. Ένα στάνταρ δίλεπτο στα νυχτερινά δελτία, μεταξύ αίματος και σπέρματος. Και σ’ αυτό έχουν δίκιο.
Όταν όμως οι δόσεις της ξεφτίλας μεγαλώνουν, όταν χρειάζεται απελπισμένα να ακουστεί και η άλλη φωνή, όταν χρειάζεται κάποιοι να πουν ότι δεν θέλουν να δουν το dvd, ότι δεν νοιάζονται όλοι οι πατρινοί περισσότερο για το καρναβάλι παρά για τους συνανθρώπους τους, όταν αυτές οι φωνές χρειάζονται απελπισμένα, τότε τα πράγματα ζορίζουν αγαπητοί.
Και η έκκληση αυτή δεν είναι ούτε ρητορική, ούτε δασκαλίστικη, ούτε κουλτουριάρικη, ούτε αριστερή. Είναι μια έκκληση αφοπλιστικά απλή.
Πως λες «να μη χανόμαστε βρε παιδί μου...».
Αν το λες και το εννοείς τότε στην πραγματικότητα λες, «σε χρειάζομαι, παίρνω κάτι από σένα που και έχω και εγώ να σου δώσω. Έστω και για λίγο, έστω και στα πεταχτά»
Να μη χανόμαστε. Σας χρειαζόμαστε αγαπητοί.
Χαμηλώστε. Από ψηλά δε ζωγραφίζονται τα όνειρα.
Μάριος Διονέλλης